αμολόγητος

αμολόγητος
αμολόγητος, -η, -ο και αμολόητος, -η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δε μολογιέται, δε λέγεται: Είναι αμολόητα τα όσα της έκαμε.
2. αυτός που δε μολογήθηκε, δεν καταγγέλθηκε: Το κρίμα του αυτό έμεινε αμολόγητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμολόγητος — και αμολόητος, η, ο [μολογώ] αυτός που δεν μολογιέται, δεν είναι δυνατόν ή δεν πρέπει να λεχθεί, να αναφερθεί, άρρητος, ανεκδιήγητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”