- αμολόγητος
- αμολόγητος, -η, -ο και αμολόητος, -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δε μολογιέται, δε λέγεται: Είναι αμολόητα τα όσα της έκαμε.2. αυτός που δε μολογήθηκε, δεν καταγγέλθηκε: Το κρίμα του αυτό έμεινε αμολόγητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.